Πριν μερικές ημέρες (στις 8 Φεβρουαρίου) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τη νέα επεκτατική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία γέννησε πολλές αντιδράσεις. Συγκεκριμένα, το έτος 2025 ορίστηκε ως στόχος για την ένταξη δύο χωρών των Δυτικών Βαλκανίων που δεν είναι άλλες από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Το θέμα αυτό συζητήθηκε από τους υπουργούς εξωτερικών της ΕΕ σε συνεδρίαση τους στη Βουλγαρία προκαλώντας όμως διχασμό ανάμεσα στα μέλη.

Χάρτης των Δυτικών Βαλκανίων. Πηγή balkaneu.com

Στη χερσόνησο του Αίμου ή Βαλκάνια, όπως αλλιώς ονομάζεται, περιλαμβάνονται δώδεκα χώρες όπου οι πέντε από αυτές είναι μέλη της ΕΕ [ Ελλάδα (1981), Σλοβενία (2004), Βουλγαρία (2007), Ρουμανία (2007) και Κροατία (2013)]. Στις υπόλοιπες επτά, εκτός από το ευρωπαϊκό κομμάτι της Τουρκίας, όπου οι σχέσεις της με την ΕΕ αποτελούν ένα τελείως διαφορετικό θέμα, περιλαμβάνονται οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων για τις οποίες και γίνεται λόγος τον τελευταίο καιρό. Πέρα από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο που έχουν κάνει τα περισσότερα βήματα προς την ένταξη τους στην ένωση, συναντώνται και η Αλβανία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η ΠΓΔΜ και το Κόσοβο (που δεν έχει αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος από όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης), οι όποιες είναι επίσης υποψήφια μέλη προς ένταξη στην ΕΕ. Από τις αρχές του 20ου αιώνα η περιοχή αυτή πλήττεται από αναταραχές και πολεμικές συρράξεις. Πέρα από του δύο Βαλκανικούς πολέμους που αποτελούν σημαντικό κομμάτι και της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας και χρονολογούνται στην αρχή του αιώνα αλλά και τους  δύο Παγκόσμιους Πολέμους κατά την δεκαετία του 1990, στην περιοχή ξέσπασε μια μακρά σειρά επεισοδίων (όχι μόνο βίαιων) που οφείλονταν στην διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και οδήγησαν στην ανεξαρτησία έξι κρατών (Σερβία και Μαυροβούνιο, Σλοβενία, Κροατία, ΠΓΔΜ, Βοσνία-Ερζεγοβίνη) προκαλώντας όμως πολλές καταστροφές, πτώση του εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου καθώς και έξαρση του εθνικισμού.

Μπορεί να έχουν περάσει περίπου είκοσι χρόνια από τότε όμως οι σχέσεις μεταξύ των κρατών αυτών εξακολουθούν να είναι τεταμένες καθώς το ένα βλέπει το άλλο με καχυποψία. Ορισμένα από τα προβλήματα πηγάζουν από την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου ( ή Κόσοβο). Το Κόσοβο, έχοντας την στήριξη της Αλβανίας (η πλειονότητα των κατοίκων του είναι Αλβανοί), διεκδίκησε την ανεξαρτησία του από την Σερβία το 1999, κίνηση που δεν έγινε δεκτή από την Σερβία και οδήγησε σε συγκρούσεις, βομβαρδισμούς και τη δράση του αποκαλούμενου Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου. Εν τέλει, ο 2008 το Κόσοβο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του χωρίς την συναίνεση της Σερβίας η οποία δεν το αναγνωρίζει. Η Αλβανία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το Κόσοβο ως ανεξάρτητο κράτος και αυτό σε συνδυασμό με ορισμένα ακόμα περιστατικά είχε ως αποτέλεσμα οι σχέσεις των δύο χωρών να ψυχραθούν. Επιπλέον, ψυχρές εξακολουθούν να είναι και οι σχέσεις των  κρατών που αποτελούσαν την Γιουγκοσλαβία. Οι διαφορετικές  θρησκείες των λαών (με τους ορθόδοξους Σέρβους, τους καθολικούς Κροάτες και τους μουσουλμάνους Βόσνιους) αλλά και οι μνήμες του παρελθόντος καθιστούν δύσκολη τη συμβίωση των λαών αυτών με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πόλη Mostar της βόρειας Βοσνίας. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι και η Σερβία και η Κροατία έχουν καταγγείλει η μία την άλλη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για γενοκτονία εντείνει τις διαφορές τους και καθιστά ακόμα δυσκολότερη την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους παρά τις προσπάθειες που γίνονται.

Εντάσεις, επίσης, υπάρχουν μεταξύ της ΠΓΔΜ και των δύο μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνορεύουν με αυτή, την Ελλάδα και την Βουλγαρία. Όπως είναι σε όλους μας γνωστό οι εντάσεις μεταξύ της Ελλάδος και της ΠΓΔΜ σχετίζονται με την ονομασία της τελευταίας. Η διαμάχη αυτή προέκυψε από την στιγμή που η ΠΓΔΜ αποσχίστηκε από τη Γιουγκοσλαβία και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της υπό το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Οι ρίζες του ζητήματος εντοπίζονται κατά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο στρατάρχης Τίτο διαχώρισε την μέχρι τότε σερβική περιοχή με το όνομα Vardar Banovina και μετονομάζοντας την αρχικά «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και εν συνεχεία «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το συγκεκριμένο ζήτημα εξακολουθεί να απασχολεί την κοινή γνώμη με την ΠΓΔΜ να επιθυμεί την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και την Ελλάδα να ζητά μία σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από την λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων για κάθε εσωτερική και διεθνή χρήση. Επιπλέον, μπορεί η Βουλγαρία να ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ΠΓΔΜ ως ανεξάρτητο κράτος, αρνείται όμως την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου σλαβομακεδονικού έθνους και ξεχωριστής σλαβομακεδονικής γλώσσας, όπως ισχυρίζεται ότι έχει η ΠΓΔΜ, καθώς θεωρεί τους πολίτες της χώρας αυτής ως μέλη του βουλγαρικού έθνους που μιλούν την βουλγαρική γλώσσα. Αυτό είναι κάτι που η ΠΓΔΜ δεν δέχεται με αποτέλεσμα την δημιουργία εντάσεων.

Πηγή European Western Balkans

Από την πλευρά της ΕΕ σημαντικό ρόλο για την προώθηση της  ειρήνης, της ελευθερίας, της σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης στη περιοχή παίζει το εμπόριο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό συνεργάτη των Δυτικών Βαλκανίων καθώς το 76% των συνολικών συναλλαγών της γίνονται με αυτή. Σαφέστερα, η ένωση, σύμφωνα με στοιχεία του 2016, εισάγει από την περιοχή αυτή, κατά κύριο λόγο, μηχανήματα και μεταφορικό εξοπλισμό ( 28.9%), διάφορα βιομηχανικά είδη (22%) και μεταποιημένα προϊόντα ταξινομημένα κυρίως κατά υλικά (18.5%), ενώ εξάγει στα Δυτικά Βαλκάνια μηχανήματα και μεταφορικό εξοπλισμό (29.5%), μεταποιημένα προϊόντα (25.3%) και χημικά (14.4%). Συνολικά το 1,3% των εμπορικών συναλλαγών της ένωσης γίνονται με τα Δυτικά Βαλκάνια, όμως το μερίδιο συναλλαγών της κάθε χώρας μεμονωμένα είναι πολύ χαμηλό. Συγκεκριμένα, το μερίδιο της Σερβίας ανέρχεται σε 0.59%, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης σε 0.29%, της ΠΓΔΜ σε 0.24%, της Αλβανίας σε 0.12%, ενώ αυτό του Μαυροβουνίου και του Κοσσυφοπεδίου στο 0.03% . Όλες οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων έχουν υπογράψει τη Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης με την ΕΕ (ΑΚΌΜΑ ΚΑΙ ΤΟ Κόσοβο που δεν έχει αναγνωριστεί από όλα τα μέλη της) έχοντας ευρωπαϊκή προοπτική. Μάλιστα, η στρατηγική της ΕΕ συμπεριλαμβάνει την οικονομική στήριξη των χωρών μέσω του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας (IPA) καθιστώντας την τον μεγαλύτερο ευεργέτη της περιοχής. Τέλος, η ΕΕ υποστηρίζει και ενθαρρύνει την συμμετοχή των χωρών αυτών στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου όπου μόνο δύο από τις χώρες αυτές δεν είναι μέλη του (Σερβία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη).

Παρόλα αυτά, η ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους υπουργούς εξωτερικών των μελών της. Από τη μία, χώρες όπως η Πολωνία, η Ιταλία και η Αυστρία τάσσονται υπέρ αυτής της επέκτασης της ένωσης, βλέποντας την αύξηση της ρωσικής και της κινεζικής επιρροής στην περιοχή. Μάλιστα, ο  Ούγγρος υπουργός εξωτερικών, Péter Szijjártó (Πέτερ Σιγιάρτο), δήλωσε ότι το έτος 2025 που τέθηκε ως στόχος για την ένταξη των πρώτων από τις χώρες αυτές στην ένωση πρόκειται για μία πολύ μακρινή περίοδο καθώς τόνισε ότι η ένταξη των χωρών αυτών θα συμβάλλει στην άμβλυνση των εντάσεων στη γειτονική αυτή περιοχή της Ένωσης. Επιπλέον, ο υπουργός εξωτερικών του Βελγίου, Didier Reynders, δήλωσε ότι είναι σημαντικό να προχωρήσουν μπροστά και οι δύο πλευρές, όμως είναι απαραίτητο να ζητηθεί η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Πάνω στο θέμα τοποθετήθηκε και ο Jean-Claude Juncker στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ασφάλειας του Μονάχου στις 17/2/2018 υπογραμμίζοντας την σημαντικότητα του να δοθεί η προοπτική της ΕΕ στης χώρες αυτές επιμένοντας όμως στην επίλυση των εδαφικών διενέξεων πριν την ένταξη τους.

Πηγή Media Library – Munich Security Conference

Δεν έχουν όμως όλες οι χώρες την ίδια άποψη. Η Γερμανία, επισημαίνοντας τα ελλείμματα στο κράτος δικαίου που παρουσιάζονται και στα νεότερα κράτη-μέλη της ένωσης, τις πολύπλοκες σχέσεις της Σερβίας και του Κοσσυφοπεδίου και άλλων παραγόντων που απειλούν την ένταξή τους, εξέφρασε την εναντίωσή της. Επίσης, ο υπουργός εξωτερικών της Σλοβενίας, Karl Erjavec, θεωρεί μη ρεαλιστικό τον συγκεκριμένο στόχο καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων χρειάζονται περισσότερο χρόνο για την διευθέτηση των αντιπαραθέσεων τους και για την ανταπόκριση τους στα κριτήρια ένταξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιφυλακτικός υπήρξε και ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας, Jean-Yves Le Drian, ο οποίος υπογράμμισε την ύπαρξη προϋποθέσεων για την ένταξη μίας χώρας, αλλά και κατά πόσο απαιτητικές είναι αυτές.

Κλείνοντας, οι πληγές των εθνικιστικών πολέμων της δεκαετίας του ‘90 είναι ακόμα φανερές, εμποδίζοντας την βελτίωση των δημοκρατικών θεσμών και δίνοντας πάτημα στην ανομία, τη διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα. Αν τελικά επιτευχθεί ο στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, το μόνο βέβαιο όμως είναι ότι χρειάζονται και άλλες προσπάθειες για την αντιμετώπιση των ζητημάτων των Δυτικών Βαλκανίων αλλά και για την επίτευξη σταθερότητας στην περιοχή αυτή.

Λεωνίδας Δημητριάδης

Φοιτητής οικονομικών επιστημών Α.Π.Θ.

Απάντηση