Γιώργος Βουνίδης, φοιτητής νομικής ΑΠΘ:

Σε «απεργιακό κλοιό» η χώρα, «κύμα» απεργιακών κινητοποιήσεων, «Παραλύει» η χώρα από τις συνεχόμενες απεργίες. Οι συνήθεις αυτοί τίτλοι-δημοσιογραφικά κλισέ έχουν πλέον γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μας. Ποία είναι όμως η πραγματική σημασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων στην εργασία και την απεργία;

Την Κυριακή έρχεται τελικά σε ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής το πολυνομοσχέδιο για Ασφαλιστικό και Φορολογικό η οποία ήταν προγραμματισμένη για την Τετάρτη.
Την ανακοίνωση της ψηφοφορίας ακολούθησε καταιγίδα ανακοινώσεων εκ μέρους των εργατικών ενώσεων και σωματείων όλων των κλάδων που καλούν τα μέλη τους σε απεργία ενάντια στις βίαιες ασφαλιστικές μεταβολές που επιφέρει το νομοσχέδιο Κατρούγκαλου. Μια ακόμα απεργία από τις δεκάδες που έχουν ήδη διεξαχθεί από τις αρχές του νέου έτους, μια ακόμα απεργία η οποία προστίθεται στον μακρύ κατάλογο των απεργιακών κινητοποιήσεων στην εποχή της ελληνικής μεταπολίτευσης.

Τι είναι όμως η απεργία; Για να εξετάσει κανείς το περιεχόμενο του όρου όπως αυτό διαμορφώνεται στο ελληνικό Σύνταγμα οφείλει προηγουμένως να γνωρίζει την σημασία του δικαιώματος στην εργασία.
Στο ελληνικό Σύνταγμα, η υποχρέωση του Κράτους να προστατεύσει την επαγγελματική ελευθερία των προσώπων που παρέχουν εργασία ενισχύεται και συμπληρώνεται με την αναγνώριση του κοινωνικού δικαιώματος της εργασίας. Το άρθρο 22 παρ.1 του Συντάγματος ορίζει ότι «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για την δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας».

Στόχος επομένως του άρθρου αυτού το οποίο αποτελεί την πεμπτουσία του κοινωνικού κράτους είναι η δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων που θα επιτρέψουν την πραγματική απόλαυση της επαγγελματικής ελευθερίας. Με λίγα λόγια το δικαίωμα στην εργασία δεν παρέχει στον πολίτη μια «αγώγιμη αξίωση» έναντι κράτους και ιδιωτών, δεν του δίνει δικαίωμα να «απαιτεί εργασία» αλλά κατευθύνει προς την δημιουργία υγιούς επαγγελματικού περιβάλλοντος ώστε τα άτομα τα οποία επιθυμούν και είναι σε θέση να εργαστούν να μπορούν να το κάνουν. Επιπλέον το δικαίωμα του άρθρου 22 δεν διαμορφώνει συγκεκριμένες πολιτικές απασχόλησης αλλά δίνει στον νομοθέτη την δυνατότητα να παρεμβαίνει προστατεύοντας τα συμφέροντα του εργαζομένου (π.χ. από μια απόλυση) σε θετική εναρμόνιση όμως με την προστασία των δικαιωμάτων και του ίδιου του εργοδότη.
Ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος στην εργασία είναι η συνδικαλιστική ελευθερία. Μέχρι το Σύνταγμα του 1975 το συνδικαλιστικό δικαίωμα καλυπτόταν από την κατοχύρωση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Στο άρθρο 23 παρ.1 του Συντάγματος του 1975 διατυπώνεται ρητά ως εξής: «το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για την διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου».
Από το συνδικαλιστικό δικαίωμα απορρέουν επιμέρους δικαιώματα με ατομική αλλά και συλλογική διάσταση, δικαιώματα όπως η ίδρυση σωματείων, η εκπόνηση καταστατικών, η αυτοδιοίκηση και η ελεύθερη δράση τους. Κυρίως όμως η συνδικαλιστική ελευθερία εκφράζεται μέσα από το δικαίωμα στην απεργία.

Το δικαίωμα στην απεργία είναι δικαίωμα θεμελιακό για το εργατικό δίκαιο, εμφανίστηκε στην Αμερική τον 18ο αιώνα και αποτελεί κατάκτηση του εργατικού κόσμου.
Η απεργία προστατεύεται στο ελληνικό Σύνταγμα ως αυτοτελές δικαίωμα στο άρθρο 23 παρ.2 στο οποίο ορίζεται ότι: «η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων».
Το άρθρο αυτό αναφέρεται µόνο σε όσους τελούν σε σχέση εξαρτημένης εργασίας και αποτελεί το ισχυρότερο µέσο άσκησης πίεσης στον εργοδότη. Η «απεργία», επομένως, άλλων κατηγοριών πολιτών, όπως ελεύθερων επαγγελματιών ή φοιτητών δεν προστατεύονται από το Σ23§2.
Το δικαίωμα στην απεργία τελεί υπό επιφύλαξη υπέρ του νόμου, δηλαδή υπό τους παρακάτω περιορισμούς όπως αυτοί προκύπτουν από τον νόμο 1264/1982:
α) Στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της γενικής συνέλευσης ενώ στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό.
β) Για την άσκηση του δικαιώματος απαιτείται προειδοποίηση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής οργάνωσης τουλάχιστον 24 ώρες πριν την πραγματοποίηση της.
γ) Κατά την διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση έχει την υποχρέωση να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων.

Δεν είναι λίγες οι φορές όμως, όπου τα ελληνικά δικαστήρια κρίνουν τις απεργίες παράνομες ή (και) καταχρηστικές. Παράνομη είναι η απεργία: όταν δεν έχει κηρυχθεί από το αρμόδιο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων  είτε όταν έχει άλλους στόχους από τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων  αλλά και όταν τα δύο μέρη βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις μέσω διαιτησίας.
Ποικίλουν επίσης οι λόγοι για τους οποίους τα δικαστήρια μπορούν να χαρακτηρίσουν μια απεργία καταχρηστική, ενώ ταυτόχρονα ποικίλουν και οι ίδιες οι μορφές της απεργίας (λευκή, αδέσποτη, αλληλεγγύης κ.α.), η ανάλυση τους όμως εκφεύγει από την έκταση ενός άρθρου και περνά στα όρια της επιστημονικής διατριβής.

Το δικαίωμα της απεργίας στον ελλαδικό χώρο χρησιμοποιήθηκε από την μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα καταχρηστικά και ως μέσο πολιτικής πίεσης με αποτέλεσμα να χάνει το νόημα του ως μέσο διεκδίκησης δικαιωμάτων.
Οι ίδιες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν απαξιώσει την απεργία ως έκφραση του δικαιώματος στην εργασία.
Σήμερα στο άκουσμα και μόνο του όρου απεργία δημιουργείται ευθεία σύνδεση με την ταλαιπωρία των πολιτών ,την αδυναμία του κράτους και τα σκανδαλώδη προνόμια στελεχών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Καίριο ζήτημα αποτελεί η εναρμόνιση του ελληνικού εργατικού δικαίου με το ενωσιακό και η θέσπιση των απαραίτητων νομικών πλαισίων ώστε η απεργία να μπορεί να υπηρετήσει και πάλι τον πραγματικό της σκοπό όπως αυτός ορίζεται στο ελληνικό Σύνταγμα.

Απάντηση