Αθανάσιος Χατζηραφαηλίδης, φοιτητής Οικονομικών Επιστημών ΠΑΜΑΚ

Ένας παράγοντας που λαμβάνει υπόψη κάθε καταναλωτής πριν πραγματοποιήσει την αγορά ενός οποιουδήποτε εμπορεύματος, είναι η τιμή του. Οι τιμές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας όλων των οικονομούντων ατόμων, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Ακριβώς λόγω της εξαιρετικής σημασίας που έχουν οι τιμές, ήταν αναπόφευκτο να τεθεί από τους οικονομολόγους το εξής ερώτημα :  «Ποιοι είναι οι προσδιοριστικοί παράγοντες των τιμών;»

Πριν αναλυθούν οι διάφορες θεωρίες που σχετίζονται με αυτό το ζήτημα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να δοθεί ο ορισμός της τιμής. Η τιμή είναι το ποσό που πρέπει να πληρώσει κάποιος προκειμένου να αποκτήσει ένα εμπόρευμα. Με αυτόν τον αρκετά απλοϊκό ορισμό συμφωνούν όλοι οι οικονομολόγοι χωρίς εξαίρεση. Ωστόσο, διαφωνούν ως προς τους παράγοντες που προσδιορίζουν τις τιμές. Υπάρχουν δύο βασικές εκδοχές. Η πρώτη υποστηρίζει πως οι τιμές προσδιορίζονται με βάση την αντικειμενική εργασιακή θεωρία της αξίας και είχε σαν εκπροσώπους της τον Adam Smith, τον David Ricardo και τον Κarl Marx, ενώ η δεύτερη αντικατέστησε την αντικειμενική με την υποκειμενική θεωρία της αξίας, έχοντας σαν κύριους εκφραστές τους θεμελιωτές της νεοκλασικής θεωρίας, Walras, Jevons και Menger. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να αναλύσει και να συγκρίνει αυτές τις δύο διαφορετικές και ως έναν βαθμό αντικρουόμενες προσεγγίσεις.

Ο πρώτος οικονομολόγος που ανέπτυξε μία ολοκληρωμένη θεωρία τιμών ήταν ο Adam Smith. Ο Smith διετύπωσε την εργασιακή θεωρία της αξίας, σύμφωνα με την οποία ο λόγος των τιμών δύο αγαθών είναι ανάλογος του λόγου των ωρών εργασίας που απαιτούνται για την παραγωγή τους (Τσουλφίδης, 2004).

Από αυτήν τη σχέση προκύπτει ότι ο προσδιοριστικός παράγοντας των τιμών είναι οι ώρες εργασίας. Αν για παράδειγμα αυξηθούν οι ώρες εργασίας που απαιτούνται για να παραχθεί το αγαθό Α, τότε αυτό γίνεται ακριβότερο σε σχέση με το αγαθό Β. Όταν η τιμή ενός εμπορεύματος ισούται με τις ώρες εργασίας που χρειάστηκαν για να παραχθεί, τότε αυτή η τιμή ονομάζεται φυσική τιμή. Η φυσική τιμή ενός αγαθού είναι αυτή που εξασφαλίζει ότι οι τρεις κοινωνικές τάξεις που αποδεχόταν η κλασική Πολιτική Οικονομία, λαμβάνουν τις κανονικές τους αμοιβές. Δηλαδή οι εργάτες αμείβονται με έναν κανονικό μισθό, οι γαιοκτήμονες αντλούν μία κανονική γαιοπρόσοδο και οι καπιταλιστές εξασφαλίζουν ένα κανονικό κέρδος. Στις φυσικές τιμές αντανακλάται η λειτουργία αντικειμενικών οικονομικών νόμων (Τσουλφίδης, 2004:81).

Ωστόσο, ο λόγος των τιμών αποκλίνει αρκετές φορές από το λόγο των ωρών εργασίας. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης της προσφοράς και της ζήτησης. Οι τιμές που αποκλίνουν από τις φυσικές τιμές χάρη στην προσφορά ή τη ζήτηση, ονομάζονται αγοραίες τιμές. Οι αγοραίες τιμές αντίθετα από τις φυσικές, δεν αντανακλούν τη λειτουργία αντικειμενικών οικονομικών νόμων.

Ο Smith πίστευε πως οι φυσικές τιμές αποτελούν τα κέντρα έλξης των αγοραίων τιμών. Με λίγα λόγια όσες διακυμάνσεις και αν υποστούν οι αγοραίες τιμές εξ’ αιτίας της προσφοράς και τη ζήτησης, στο τέλος θα καταλήξουν στο φυσικό τους επίπεδο (Tσουλφίδης, 2004:81). Αυτό σύμφωνα με τον Smith, συμβαίνει μέσω του μηχανισμού της αγοράς. Πιο συγκεκριμένα εάν αυξηθεί η ζήτηση για ένα αγαθό, αυξάνεται και η αγοραία τιμή του. Το αγαθό αυτό εξασφαλίζει στον παραγωγό του κέρδη μεγαλύτερα από τα κανονικά, εφόσον η αγοραία τιμή του είναι μεγαλύτερη από τη φυσική. Αυτό προσελκύει και άλλους επιχειρηματίες να ασχοληθούν με την παραγωγή αυτού του προϊόντος και οδηγεί στην αύξηση της προσφοράς του. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η πτώση των κερδών της επιχείρησης, καθώς και η πτώση της αγοραίας τιμής του προϊόντος και η επιστροφή και των δύο στο φυσικό τους επίπεδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Smith τελικά εγκατέλειψε την εργασιακή θεωρία της αξίας, υποστηρίζοντας ότι δεν ισχύει στον καπιταλισμό.

Ο επόμενος μεγάλος οικονομολόγος που ασχολήθηκε με το θέμα των τιμών, ήταν ο David Ricardo, ο οποίος αποδέχτηκε ότι η εργασιακής θεωρίας της αξίας ισχύει και στον καπιταλισμό, αλλά κατά 90% περίπου και όχι εντελώς. Πιο συγκεκριμένα ο Ricardo υποστήριξε ότι υπάρχει μία απόκλιση του λόγου των τιμών δύο αγαθών από το λόγο των ωρών εργασίας, αλλά είναι πολύ μικρή και με αυτήν την έννοια, θεωρείται αμελητέα (Tσουλφίδης, 2004).

Η εργασιακή θεωρία της αξίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι τιμές καθορίζονται από θεμελιώδεις οικονομικούς νόμους, με την προσφορά και τη ζήτηση να παίζουν έναν υποδεέστερο ρόλο. Ο Smith και ο Ricardo αν και την ανέπτυξαν, δεν αποδέχτηκαν ότι μπορεί να ισχύει εντελώς στον καπιταλισμό. Ο οικονομολόγος που θεμελίωσε ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας μπορεί να ισχύει 100% και στον καπιταλισμό ήταν ο Karl Marx.

Σύμφωνα με τον Marx, η ανθρώπινη εργασία χωρίζεται σε συγκεκριμένη και σε αφηρημένη. Η πρώτη αντανακλά την εργασία με όλα τα ειδικά της χαρακτηριστικά. Με αυτήν την έννοια η εργασία ενός ράφτη είναι ποιοτικά διαφορετική από την εργασία ενός μεταλλωρύχου και δεν μπορούν να συγκριθούν. Η αφηρημένη εργασία είναι η εργασία χωρίς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της (Τσουλφίδης, 2004). Όλα τα διαφορετικά είδη συγκεκριμένης εργασίας, έχουν το κοινό γνώρισμα ότι αποτελούν προϊόντα αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας και από αυτό προκύπτει η δυνατότητα της σύγκρισης τους και της αναγωγής τους σε έναν κοινό παρονομαστή. Η αξία ανταλλαγής δηλαδή η τιμή, είναι η χρηματική έκφραση της αξίας, η οποία δίνεται από τις ώρες αφηρημένης εργασίας που έχουν δαπανηθεί για την παραγωγή ενός εμπορεύματος. Στον καπιταλισμό, εφόσον οι συναλλαγές έχουν αποκτήσει μία κανονικότητα, είναι απαραίτητο να βασίζονται σε κάτι στέρεο και αντικειμενικό, προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα της σύγκρισης των εμπορευμάτων σε διαρκή βάση. Για αυτό η αφηρημένη εργασία είναι η πηγή της αξίας, διότι για να συγκριθούν δύο εμπορεύματα, θα πρέπει να είναι ποιοτικά όμοια. Αν η πηγή της αξίας ήταν η συγκεκριμένη εργασία, δεν θα ήταν δυνατή η σύγκριση των εμπορευμάτων και η ύπαρξη μίας κανονικότητας στις συναλλαγές, εφόσον το κάθε είδος συγκεκριμένης εργασίας διαφέρει ποιοτικά από όλα τα άλλα.

Αφηρημένη εργασία     –>   Αξία      –>     Αξία ανταλλαγής

Μία επίσης πολύ σημαντική έννοια που θεμελίωσε ο Marx, ήταν ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας. Σύμφωνα με τον Marx κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας είναι :

«ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί οποιαδήποτε αξία χρήσης με τους υπάρχοντες κοινωνικούς κανονικούς όρους παραγωγής και με τον κοινωνικά μέσο βαθμό επιδεξιότητας και εντατικοποίησης της εργασίας» (Marx, 1867:53).

Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας συνδέεται με μία αντίστροφη σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας. Για παράδειγμα προκειμένου να κατασκευαστεί ένα εμπόρευμα το 1850, μπορεί να χρειαζόταν συνολικά 10 ώρες αφηρημένης εργασίας. Το 1950 όμως που η παραγωγικότητα της εργασίας ήταν πολύ μεγαλύτερη, μπορεί να απαιτούνταν συνολικά 6 ώρες για την παραγωγή του ίδιου εμπορεύματος. Όσο περισσότερος είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η αξία ενός εμπορεύματος, άρα και η τιμή του.

Ένα εμπόρευμα παράγεται μέσα σε έναν κλάδο που αποτελείται από πολλά εργοστάσια. Μπορεί να υπάρχουν εργοστάσια με πολύ χαμηλή παραγωγικότητα που για να παράγουν το προϊόν χρειάζονται 10 ώρες αφηρημένης εργασίας, άλλα με πολύ υψηλή παραγωγικότητα που χρειάζονται μόνο 2 ώρες και άλλα που βρίσκονται κάπου στη μέση. Το σημαντικό είναι ότι κανένα από αυτά τα εργοστάσια δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι προσδιορίζει από μόνο του την αξία του εμπορεύματος. Η αξία καθορίζεται κοινωνικά, μέσα από το άθροισμα των ωρών εργασίας που δαπανήθηκαν συνολικά στον κλάδο διαιρεμένο με το συνολικό αριθμό των εμπορευμάτων που παρήχθησαν (Τσουλφίδης, 2004).

Ακόμα, σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση δεν ισχύει ότι όσο πιο τεμπέλης είναι ένας εργαζόμενος, δηλαδή όσο περισσότερη ώρα θα κάνει για να παράγει ένα προϊόν, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η αξία του προϊόντος, διότι η αξία δεν εξαρτάται από τον ατομικό χρόνο εργασίας, αλλά από τον κοινωνικό. Επί προσθέτως ο Marx τόνισε ότι η εργασία χωρίζεται σε απλή και σύνθετη. Η απλή εργασία εκφράζει ένα χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης, ενώ για τη σύνθετη εργασία ισχύει το αντίθετο. Όπως είναι λογικό, μία ώρα σύνθετης εργασίας δημιουργεί πολλαπλάσια αξία από μία ώρα απλής εργασίας. Ωστόσο, ακόμα και αυτός ο διαχωρισμός εξαρτάται από έναν αντικειμενικό παράγοντα και πιο συγκεκριμένα από τα κόστη εκπαίδευσης των εργαζομένων.

Ο Marx εντόπισε τους πραγματικούς παράγοντες που προσδιορίζουν την αξία, άρα και την τιμή, εφόσον η τιμή είναι γενικά η χρηματική έκφραση της αξίας. Ωστόσο εξακολουθούσε να αναζητά λύση το πρόβλημα που είχε αντιμετωπίσει ο Ricardo και που τον έκανε να υποστηρίξει ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας δεν μπορεί να ισχύει ολοκληρωτικά στον καπιταλισμό. Αυτό το πρόβλημα ήταν η απόκλιση των τιμών από τις αξίες, οι οποίες δίνονται από τις ώρες εργασίας. Ο Marx έδωσε λύση και σε αυτό το πρόβλημα, εισάγοντας στην ανάλυσή του την έννοια των τιμών παραγωγής. Σύμφωνα με τον Μαρξ, υπάρχουν τρία είδη τιμών. Το πρώτο είδος είναι οι άμεσες τιμές, οι οποίες είναι αναλογικές του εργάσιμου χρόνου και ορίζονται ως εξής :

Άμεσες τιμές =  Αξία εμπορεύματος / Αξία εμπορεύματος χρυσός

Ο Ricardo και ο Smith υποστήριξαν ότι οι άμεσες τιμές (τις οποίες ονόμαζαν φυσικές τιμές), αποτελούν τα κέντρα έλξης των αγοραίων τιμών και με αυτήν την έννοια τις προσδιορίζουν. Ωστόσο, ο Marx πίστευε ότι ανάμεσα στις άμεσες τιμές και στις αγοραίες τιμές, μεσολαβούν οι τιμές παραγωγής, οι οποίες ρυθμίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό (σε σχέση με τις άμεσες τιμές), τις αγοραίες τιμές (Τσουλφίδης, 2004).

Άμεσες τιμές      –>     Τιμές παραγωγής    –>       Αγοραίες τιμές

Για να γίνει κατανοητή η ειδοποιός διαφορά των τιμών παραγωγής από τα άλλα δύο είδη τιμών, πρέπει πρώτα να δοθεί ο ορισμός της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της υπεραξίας.

  Οργανική σύνθεση κεφαλαίου = σταθερό κεφάλαιο / μεταβλητό κεφάλαιο

Το σταθερό κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο που επενδύεται για την αγορά κτιρίων, μηχανημάτων και πρώτων υλών, ενώ το μεταβλητό κεφάλαιο είναι τα χρήματα που δίνονται για την πληρωμή των μισθών. Ωστόσο σύμφωνα με τον Μαρξ, οι μισθοί αμείβουν μόνο ένα μέρος της εργασίας, αφού υπάρχει και η υπεραξία ή υπερεργασία, που είναι οι ώρες εργασίας που δεν αμείβονται από τον καπιταλιστή. Η υπεραξία είναι η πηγή όλων των κερδών στον καπιταλισμό. Πιο συγκεκριμένα τα συνολικά κέρδη του συστήματος είναι ίσα με τη συνολική υπεραξία, η οποία προκύπτει αποκλειστικά από τη σφαίρα της παραγωγής.

Οι τιμές παραγωγής μπορούν να αποκλίνουν από τις αξίες των εμπορευμάτων. Αυτή η απόκλιση εξαρτάται από τη σχέση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου ενός κλάδου με τη μέση οργανική σύνθεση του κεφαλαίου που επικρατεί στην οικονομία. Αν η οργανική σύνθεση του κλάδου είναι μεγαλύτερη από τη μέση, τότε η τιμή παραγωγής είναι μεγαλύτερη από την αξία ενός εμπορεύματος και το αντίθετο. Η τιμή παραγωγής μπορεί να ισούται με την αξία σε κλάδους που η οργανική τους σύνθεση είναι ίδια με τη μέση οργανική σύνθεση του κεφαλαίου της οικονομίας.  Οι τιμές παραγωγής εξασφαλίζουν ότι το μερίδιο από τα κέρδη του κάθε κλάδου είναι ανάλογο με το κεφάλαιο που επένδυσε σε σχέση με το συνολικά επενδυμένο κεφάλαιο της οικονομίας. Ωστόσο η συνολική αξία του συστήματος δημιουργείται αποκλειστικά στη σφαίρα της παραγωγής και παραμένει η ίδια. Οι τιμές παραγωγής απλά εκφράζουν τη διανομή των κερδών στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Για αυτόν το λόγο ο Marx υποστήριξε ότι το σύνολο των αξιών ισούται με το σύνολο των τιμών παραγωγής, τεκμηριώνοντας έτσι ότι η διανομή των κερδών στη σφαίρα της κυκλοφορίας, δεν δημιουργεί νέα αξία. Η απόκλιση των τιμών παραγωγής από τις αξίες δεν σημαίνει ότι δεν ισχύει η εργασιακή θεωρία της αξίας, διότι οι συνολικές αποκλίσεις των τιμών παραγωγής από τις αξίες, αλληλοεξουδετερώνονται μακροχρόνια και κατά μέσο όρο.

Απάντηση