Τοποθετημένη στο ανατολικότερο σημείο του παγκόσμιου χάρτη, η Ιαπωνία φαντάζει άκρως εξωτική και μυστηριώδης για τον μέσο δυτικοευρωπαίο. Ο πλούσιος και διαφορετικός πολιτισμός της, τα ειδυλλιακά τοπία, οι αντιθέσεις και η ανεπτυγμένη τεχνολογία εντυπωσιάζουν και προκαλούν θαυμασμό. Όμως για ένα οικονομολόγο (ή έναν εν δυνάμει οικονομολόγο) η Ιαπωνία προκαλεί διαφορετικά ερεθίσματα. Όντας μέλος των G7 και κατέχοντας τον τίτλο της χώρας με το τρίτο μεγαλύτερο ΑΕΠ βρίσκεται σχεδόν πάντα στο οικονομικό προσκήνιο. Προκειμένου να βελτιωθεί η οικονομία της χώρας (μετά από τη στασιμότητα στην οποία είχε βρεθεί), η ιαπωνική κυβέρνηση εφάρμοσε και συνεχίζει ως ένα βαθμό να εφαρμόζει ένα σύνολο πολιτικών, τα λεγόμενα Abenomics τα οποία πρόκειται να μας απασχολήσουν στο παρόν κείμενο.

Το 2013, στην αρχή της δεύτερης θητείας του ως πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, ο Shinzō Abe, θέσπισε ένα σύνολο οικονομικών πολιτικών για να αναζωπυρώσει την ιαπωνική οικονομία και να την απελευθερώσει από την ανασταλτική πορεία. Σε λόγο που έδωσε αμέσως μετά την επανεκλογή του, παρουσίασε το φιλόδοξο οικονομικό του σχέδιο και δήλωσε ότι μαζί με το επιτελείο του θα προχωρήσει στην εφαρμογή μιας τολμηρής νομισματικής πολιτικής, μίας ευέλικτης δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και στην ενθάρρυνση των  ιδιωτικών επενδύσεων που θα αποτελούσαν τους τρεις βασικούς πυλώνες του σχεδίου του. Όσον αφορά την ονομασία Abenomics, προκύπτει από την ένωση των λέξεων Abe, που δεν είναι τίποτα άλλο από το όνομα του Ιάπωνα πρωθυπουργού κ. Shinzō Abe (安倍 晋三), και της αγγλικής λέξης economics ακολουθώντας την φιλοσοφία παλαιότερων πολιτικών που συνδέθηκαν με πολιτικούς ηγέτες όπως τα Reganomics κτλ.

Ο πρώτο πυλώνας των Abenomics αναφερόταν σε μία μεγάλη νομισματική επέκταση. Συγκεκριμένα, περιελάμβανε την «εκτύπωση» επιπλέον νομίσματος που κυμαίνονταν ανάμεσα σε 60 με 70 τρισεκατομμύρια γιεν (¥), προκείμενου να καταστούν πιο ελκυστικές οι εξαγωγές και να επιτευχθεί ένα ποσοστό πληθωρισμού κοντά στο 2%. Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής οδήγησε στην εμφάνιση της «ποιοτικής και ποσοτικής χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής» (Quantitative and Qualitative Monetary Easing, QQE) και την επιβολή αρνητικών επιτοκίων από την Τράπεζα της Ιαπωνίας για να ενθαρρύνει τις συναλλαγές, όμως οι συγκεκριμένες προσπάθειες έχουν αρχίσει να απωθούν το προγραμματισμένο χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη του στόχου πληθωρισμού.

Ως δεύτερος άξονας των Abenomics, αναγνωρίζεται η αύξηση των δημοσίων δαπανών, ώστε να προκληθεί διέγερση στη ζήτηση  και τη κατανάλωση. Με άλλα λόγια, βασική επιδίωξη της ιαπωνικής κυβέρνησης βραχυχρόνια, ήταν  η οικονομική ανάπτυξη, ενώ ως μακροχρόνιος στόχος τέθηκε η επίτευξη δημοσιονομικού πλεονάσματος. Η ενεργοποίηση της  δημοσιονομικής πολιτικής αυτής ξεκίνησε το 2013 σε συνδυασμό με άλλα μέτρα ανάκαμψης της οικονομίας. Αναλυτικότερα, δαπανήθηκαν από την κυβέρνηση 20.2 τρισεκατομμύρια ¥ (154.62 δισεκατομμύρια €) από τα οποία τα 10.3 τρισεκατομμύρια ¥ (79 δισεκατομμύρια €) αποτελούσαν άμεσες κυβερνητικές δαπάνες. Το “πακέτο“ των δαπανών αυτών στόχευε στη δημιουργία υποδομών στη νησιωτική αυτή αυτοκρατορία, όπως την οικοδόμηση γεφυρών, τούνελ και αντισεισμικών δρόμων και κατασκευών. Βέβαια, τα μεγαλύτερα μερίδια των ιαπωνικών δημοσίων δαπανών κατέχουν η πρόνοια των κατοίκων της λόγω του γηραιού πληθυσμού της Ιαπωνίας και η χρηματοδότηση του τεράστιου (εσωτερικού) ιαπωνικού χρέους αφήνοντας τις υποδομές στην τρίτη θέση.

Το εμπνευσμένο από μία ιστορία της ιαπωνικής παράδοσης (που έχει ως δίδαγμα ότι τρία κλαδιά μαζί είναι ανθεκτικότερα και σπάνε πιο δύσκολα από ότι το καθένα μόνο του) τρίπτυχο, έρχεται να συμπληρώσει μία πιο περίπλοκη επιδίωξη που προέβλεπε την εφαρμογή μιας σειράς κανονισμών και νόμων για την επίτευξη μιας πιο ανταγωνιστικής οικονομίας και την πραγματοποίηση περισσότερων επενδύσεων από και προς τον ιδιωτικό τομέα. Προκειμένου να καταστεί δυνατό το παραπάνω εγχείρημα ένα σύνολο τακτικών εφαρμόστηκαν από τη μεριά της ιαπωνικής κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, η “διαχείριση” του κράτους υιοθέτησε μια μορφή εταιρικής διακυβέρνησης, έγινε προσπάθεια μείωσης των περιορισμών που υπήρχαν (και ως ένα βαθμό υπάρχουν) στην ιαπωνική κοινωνία και σχετίζονται με θέματα μετανάστευσης και εργασίας αλλοδαπών πολιτών σε ιαπωνικό έδαφος, δίνοντας τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση σε περισσότερους και πιο παραγωγικούς εργαζομένους και στην αναδιαμόρφωση του συστήματος υγείας, εφαρμόστηκαν μέτρα στήριξης των ημεδαπών και αλλοδαπών επιχειρηματιών που ενεργούν εντός της χώρας και επιδιώχθηκε η αναδιοργάνωση τομέων της οικονομίας όπως ο  αγροτικός, προκειμένου να εκσυγχρονιστούν και να καταστούν πιο ανταγωνιστικοί. Τέλος, μεγαλύτερη, ίσως, σημασία δόθηκε στο εμπόριο και ιδιαίτερα μέσα από την προσπάθεια της Ιαπωνίας να ανταγωνίζεται ελεύθερα μέσα από αυτό εκμεταλλευόμενη την δυνατότητα που της έδινε το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (Trans Pacific Partnership, TPP).

Πέρα από τα μέτρα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, ο τρίτος πυλώνας των Abenomics περιελάβανε ορισμένους ακόμα σημαντικούς στόχους προς επίτευξη. Βασικό σημείο της πολιτικής του Shinzō Abe ήταν και είναι η ενθάρρυνση περισσότερων γυναικών στο να συμμετέχουν πιο ενεργά στην αγορά εργασίας. Βλέποντας ότι η Ιαπωνία κατείχε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παγκοσμίως για την απασχόληση των γυναικών στις ανεπτυγμένες  χώρες, αλλά και το γεγονός ότι το εργατικό δυναμικό συνεχώς μειώνεται είδε μία πιθανή  λύση και στα δύο προβλήματα μέσα από την προσφορά κινήτρων στις γυναίκες για να εργαστούν, Επιπρόσθετα, πέρα από τη διευκόλυνση της μετανάστευσης προς την Ιαπωνία και την πρόσληψη ικανών εργατών από το εξωτερικό δόθηκαν κίνητρα στη φοίτηση αλλοδαπών φοιτητών στα πανεπιστήμια της χώρας και το αντίστροφο με σκοπό να γίνει η ιαπωνική κοινωνία πιο ανοιχτή απέναντι σε άλλες κουλτούρες, αλλά και σε όσους επιδιώκουν να εργαστούν σε αυτή.

Έχοντας διανύσει πέντε χρόνια από την ανακοίνωση των πολιτικών, τα αποτελέσματα τους είναι πλέον εμφανή. Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε το «The Economist», το ιαπωνικό γιεν έχει υποτιμηθεί σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο κατά 30% (περίπου) συγκριτικά με την τιμή του τον Νοέμβριο του 2012 (λίγο πριν την εφαρμογή αυτού του μείγματος πολιτικής), ενώ ο δείκτης Nikkei225 έχει ανέβει κατά 150%. Μάλιστα, το ΑΕΠ της Ιαπωνίας παρουσιάζει μια μακρά ανοδική τάση, για πρώτη φορά εδώ και 16 χρόνια περίπου, πράγμα που οφείλεται εν μέρει στις αυξανόμενες εισαγωγές της χώρας, αλλά και στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 18%. Ακόμα, 2.2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας έχουν δημιουργηθεί κατά τη περίοδο αναφοράς παρά το γεγονός ότι τα δημογραφικά στοιχεία  είναι ανησυχητικά για τη χώρα. Παρόλα αυτά, ο στόχος του πληθωρισμού δεν έχει επιτευχθεί, δηλαδή δεν μπόρεσε να φτάσει στο 2% όπως προβλέπονταν, αλλά παραμένει αρκετά χαμηλότερα στο 0.7%. Ένας λόγος για την αποτυχία της πολιτικής να φτάσει στο ζητούμενο επίπεδο πληθωρισμού εντοπίζεται στο ότι ενώ μεν παρατηρήθηκε αύξηση στους μισθούς αυτή δεν ήταν αρκετά γρήγορη ώστε να επιτύχει το αποτέλεσμα που επιδιώκονταν, ενώ ως δεύτερος λόγος θεωρείται η διόγκωση του εργατικού δυναμικού μέσω της εκτενέστερης και πιο ενεργής συμμετοχής των γυναικών, των ηλικιωμένων και μη Ιαπώνων στην αγορά εργασίας.  Πολλοί επικριτές του οικονομικού χειρισμού του Shinzō Abe, τονίζουν ότι οι πολιτικές αυτές δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές καθώς δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το μακροχρόνιο πρόβλημα ζήτησης που παρουσιάζει η ιαπωνική οικονομία και ειδικότερα στην ιδιωτική κατανάλωση λέγοντας ότι τα Abenomics θα προβούν επικίνδυνα στο μέλλον.

Κλείνοντας, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την στιγμή που οι συγκεκριμένες πολιτικές έκαναν την εμφάνιση τους, δεν είναι ακόμα εύκολο να προσδιοριστεί η αποτελεσματικότητα τους μιας και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα (όχι με την ίδια ένταση) να εφαρμόζονται σε συνδυασμό με άλλες. Πολλοί από τους στόχους που τέθηκαν έχουν επιτευχθεί, ενώ άλλοι συνεχίζουν να απασχολούν την ιαπωνική κυβέρνηση. Επομένως, ο χρόνος θα δείξει αν θα επιτευχθούν όλα όσα επιδιώκονταν ή αν θα χρειαστεί η εφαρμογή μιας άλλης τακτικής.

Λεωνίδας Δημητριάδης

Φοιτητής οικονομικών επιστημών Α.Π.Θ.

Απάντηση